- εφώριος
- ἐφώριος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. τού ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφώριος — mature masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφωρίοις — ἐφώριος mature masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφώριοι — ἐφώριος mature masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)